έμπυρος

έμπυρος
-η, -ο (AM ἔμπυρος, -ον)
ο υπερβολικά θερμός, πολύ ζεστός (α. «πλεῑστον τοῡ θέρους ἔμπυρος οὖσα ἡ χώρα καὶ καυματηρά», Στράβ.
β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης»)
μσν.
αναμμένος («λαμπάδα ἔμπυρον», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται πάνω ή κοντά στη φωτιά («σκευῶν ἐμπύρων τε καὶ ἀπύρων εὐπόρουν», Πλάτ.)
2. πυρακτωμένος
3. ψητός, ψημένος
4. (για δάγκωμα ή τσίμπημα) αυτός που προκαλεί φλόγωση
5. εμπύρετος
6. αυτός που καίει, που κατακαίει
7. (για πρόσ.) βίαιος, ευερέθιστος, οξύθυμος
8. ο κατάλληλος για θυσία πάνω στη φωτιά
9. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔμπυρα
α) (ενν. ιερά) σφάγια ζώων που θυσιάζονται, που καίγονται στον βωμό («κατάρας ἐπὶ ἐμπύρων ποιεῑσθαι», Πολύβ.) β) θυσίες πάνω στη φωτιά για μαντικούς σκοπούς
γ) «ἔμπυρα σήματα» — τα μαντεύματα που προέρχονται από τις θυσίες (Απολλ. Ρόδ.)
δ) «δι' ἐμπύρων σπονδὰς καθίημι» — κάνω σπονδές με έμπυρα (Ευριπ.)
10. φρ. «ἡ ἔμπυρος τέχνη» (Πλάτ.)
α) η τέχνη τού σιδηρουργού ή τού χαλκέα
β) η τέχνη τής μαντείας με τη φωτιά.
επίρρ...
εμπύρως
1. θερμώς, καυστικώς, διαπύρως
2. μτφ. ορμητικά, εμπαθώς («ἐρᾱν ἐμπύρως», Νικ.Χων.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἔμπυρος — in masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπυρώτερον — ἔμπυρος in masc acc comp sg ἔμπυρος in neut nom/voc/acc comp sg ἔμπυρος in adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπυρωτάτων — ἔμπυρος in fem gen superl pl ἔμπυρος in masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπυρωτέρων — ἔμπυρος in fem gen comp pl ἔμπυρος in masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπυρώτατον — ἔμπυρος in masc acc superl sg ἔμπυρος in neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπύρως — ἔμπυρος in adverbial ἔμπυρος in masc/fem acc pl (doric) ἐμπυρόω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπυρον — ἔμπυρος in masc/fem acc sg ἔμπυρος in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπυρωτάτη — ἔμπυρος in fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπυρώτατος — ἔμπυρος in masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπύροις — ἔμπυρος in masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”